- προετέον
- προετέον, ([etym.] προΐημι)A one must throw away or give up, τινα Din.1.92; τοῖς Δημοσθένους ἐλέοις τὴν ἀπολογίαν ib.108;
ἴχνευσιν Epicur.Ep.2p.42U.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἴχνευσιν Epicur.Ep.2p.42U.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προετέον — προετέος masc/fem acc sg προετέος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)